σάγμα

σάγμα
το, ΝΜΑ, και σάχμα Α
κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ)
νεοελλ.
καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται μεταξύ τού άξονα και τού κυρίως εδράνου σιδηροδρομικού οχήματος
αρχ.
1. κάλυμμα ανθρώπων, μεγάλο πανωφόρι, επενδύτης
2. επένδυμα ασπίδας («τίς Γοργόν' ἐξήγειρεν ἐκ τοῡ σάγματος;», Αριστοφ.)
3. σωρός, στοίβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σαγ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. -μα (πρβλ. πράγ-μα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σάγμα — covering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγμα — το, ατος σαμάρι: Τοποθετώ το σάγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐλάκτισεν ὁ γαίδαρος καὶ δέρουσι τὸ σάγμα. — ἐλάκτισεν ὁ γαίδαρος καὶ δέρουσι τὸ σάγμα. См. Не по коню, так по оглоблям …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σάγμ' — σάγμα , σάγμα covering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγμάτων — σάγμα covering neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγμασι — σάγμα covering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγμασιν — σάγμα covering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγματα — σάγμα covering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγματι — σάγμα covering neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγματος — σάγμα covering neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”